ἤμησε

ἤμησε
ἤ̱μησε , ἀμάω 1
reap corn
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρεξ — κρέξ, εκός, ἡ (Α) 1. μτφ. αλαζόνας 2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.) 3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.) φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» ως χαρακτηρισμός της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”